δηθε
Смотреть что такое "δηθε" в других словарях:
δήθεν — και δήθε (AM δῆθεν, Α και δῆθε) (ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν είναι αληθινά) τάχα, τάχατες («ήρθε δήθεν να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο») νεοελλ. (με το άρθρο) ο δήθεν αυτός που παριστάνει ή… … Dictionary of Greek
Σηϊανός, Λούκιος - Αίλιος — Ρωμαίος στρατηγός, γιος του αρχηγού των πραιτωριανών Σήιου Στράβωνα (1ος μ.Χ. αι.). Έπαρχος των πραιτωριανών, δολοφόνησε το διάδοχο του Τιβέριου, Δρούσο, σε συνενόηση με τη σύζυγο του θύματος, η οποία ήταν ερωμένη του και, αφού έπεισε τον Τιβέριο … Dictionary of Greek